- λεχέων
- λέχοςcouchneut gen pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λεχέων — Λέχης masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνητήρ — εὐνητήρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνατήρ, θηλ. εὐνάτειρα (Α) [ευνώ] 1. σύνευνος, σύζυγος («εὐνάτειρα Διὸς λεχέων», Αισχύλ.) 2. μτφ. φρ. α) «εὐνήτειρα νὺξ ἔργων» η νύκτα που σταματάει τις εργασίες, (Απολλ. Ρόδ.) β) «χιτὼν εὐνητήρ» νυχτερινό πουκάμισο … Dictionary of Greek
οπίζομαι — (I) ὀπίζομαι και λακων. τ. ὀπίδδομαι (Α) [όπις] (επικ. και λυρ. τ.) 1. βλέπω με φόβο και σεβασμό, αισθάνομαι δέος και σεβασμό για κάποιον, φοβάμαι, σέβομαι («Διὸς δ ὠπίζετο μῆνιν ξεινίου», Ομ. Οδ.) 2. φροντίζω για κάποιον ή για κάτι («οὐδὲν… … Dictionary of Greek